- καραδοκητής
- κᾰρᾱδοκ-ητής, οῦ, ο,A gloss on ὕποπτος, Sch.E.Hec. 1135.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καραδοκητής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραδοκητής — ο (Α καραδοκητής) [καραδοκώ] νεοελλ. αυτός που καραδοκεί, που καιροφυλακτεί αρχ. αυτός που έχει υποψία, υποψιασμένος … Dictionary of Greek